ακαυτηρίαστος

ακαυτηρίαστος
-η, -ο
1. αυτός που δεν υποβλήθηκε σε καυτηρίαση: Δεν έπρεπε να μείνει η πληγή ακαυτηρίαστη.
2. αυτός που δεν επικρίθηκε αυστηρά: Η στάση του αυτή δεν έμεινε ακαυτηρίαστη.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • ακαυτηρίαστος — η, ο (Α ἀκαυτηρίαστος, ον) [καυτηριάζω] νεοελλ. 1. αυτός που δεν έχει καυτηριαστεί «πληγή ακαυτηρίαστη» 2. μτφ. όποιος δεν έχει επικριθεί με αυστηρότητα, δεν έχει στηλιτευθεί αρχ. εκείνος που δεν έχει καυτηριαστεί, που δεν έχουν αποτυπωθεί στο… …   Dictionary of Greek

  • ἀκαυτηριάστων — ἀκαυτηρίαστος not branded masc/fem/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”