- ακαυτηρίαστος
- -η, -ο1. αυτός που δεν υποβλήθηκε σε καυτηρίαση: Δεν έπρεπε να μείνει η πληγή ακαυτηρίαστη.2. αυτός που δεν επικρίθηκε αυστηρά: Η στάση του αυτή δεν έμεινε ακαυτηρίαστη.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.